Εισαγωγή
Μία από τις προτεραιότητες τις οποίες έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η προστασία του περιβάλλοντος και η προαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε πρόσφατα την Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal), η οποία αποσκοπεί αφενός, στην ενίσχυση της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων και αφετέρου, στην μετάβαση σε μια περιβαλλοντικά ουδέτερη και κυκλική οικονομία.
Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το Δίκαιο του Ανταγωνισμού προς την επίτευξη του στόχου της βιώσιμης ανάπτυξης. Περαιτέρω, προβληματισμός υπάρχει και αναφορικά με το κατά πόσον το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι Αρχές Ανταγωνισμού επαρκούν ή χρήζουν επέκτασης, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι συλλογικές δράσεις των επιχειρήσεων που διευκολύνουν ή/και επιταχύνουν την υιοθέτηση και εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών μέσω συντονισμού.
Από τη μέχρι σήμερα δημόσια συζήτηση, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ομοφωνία σε σχέση με το κατά πόσον το Δίκαιο του Ανταγωνισμού συνιστά το κατάλληλο μέσο για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης και της πράσινης μετάβασης. Επίσης, οι απόψεις διίστανται και ως προς το εάν τα παραδοσιακά εργαλεία εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού μπορούν πράγματι να διευκολύνουν την υιοθέτηση από τις επιχειρήσεις πρακτικών που προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος και την αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων.
Μία σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι υπάρχουν άλλα πιο αποτελεσματικά και αναλογικά εργαλεία για την πραγματοποίηση της πράσινης μετάβασης, όπως για παράδειγμα οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, η φορολόγηση της εκπομπής ρύπων, και η εφαρμογή συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων. Επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι οποιαδήποτε χαλάρωση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου θα οδηγήσει σε περιβαλλοντικά ξεπλύματα αντιανταγωνιστικών συμφωνιών ή πρακτικών, υπονομεύοντας τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης. Στον αντίποδα, μια άλλη σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι τα παραδοσιακά εργαλεία του Δικαίου Ανταγωνισμού είναι ανεπαρκή και ότι θα πρέπει να υπάρξουν νομοθετικές πρωτοβουλίες για καθιέρωση νέων εργαλείων ή τουλάχιστον να υπάρξει πιο διασταλτική ερμηνεία ορισμένων κρίσιμων εννοιών για την αξιολόγηση επιχειρηματικών πρακτικών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη ή/και υιοθέτηση πράσινων τεχνολογιών (π.χ. η έννοια του καταναλωτή βάσει του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ να μην περιορίζεται στους αγοραστές των σχετικών προϊόντων αλλά να καλύπτει ευρύτερα το σύνολο της κοινωνίας).
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η δημόσια συζήτηση σε σχέση με το ρόλο του Δικαίου του Ανταγωνισμού στην επίτευξη στόχων βιωσιμότητας έχει επικεντρωθεί κυρίως στην εφαρμογή του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ, καθώς αναγνωρίζεται η εγγενής αδυναμία του μηχανισμού της αγοράς να συντονίσει τις αποφάσεις των επιχειρήσεων σε σχέση με την υιοθέτηση και εφαρμογή πράσινων πολιτικών που λαμβάνουν υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος των δράσεών τους.
Στη συνέχεια, θα αναπτυχθούν τα βασικά επιχειρήματα των δύο σχολών σκέψης όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι σήμερα σε σχέση με τα πιο πάνω ζητήματα. Η σχετική ανάλυση διακρίνεται αναλόγως του κανόνα δικαίου που εφαρμόζεται.
Συνεργασιακή Συμπεριφορά – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ
Σύμφωνα με το Άρθρο 101(1) ΣΛΕΕ, απαγορεύονται οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων, καθώς και οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων (στο εξής: συμπράξεις επιχειρήσεων), που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Ωστόσο, ο εν λόγω απαγορευτικός κανόνας δεν είναι απόλυτος. Στο Άρθρο 101(3) ΣΛΕΕ καθορίζονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις ώστε μια σύμπραξη να δύναται να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του απαγορευτικού κανόνα. Πιο συγκεκριμένα, οι προϋποθέσεις εξαίρεσης είναι οι ακόλουθες: α) η σύμπραξη πρέπει να συμβάλλει στην τεχνική ή οικονομική πρόοδο, β) ένα δίκαιο μέρος από τα οφέλη που προκύπτουν από την σύμπραξη πρέπει να καταλήγει στους καταναλωτές, γ) τα οφέλη δεν μπορεί να προκύψουν με πιο αναλογικό τρόπο και δ) δεν παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να περιορίσουν τον ανταγωνισμό σε σημαντικό τμήμα της αγοράς.
Όπως προαναφέρθηκε, μια σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι υπάρχουν άλλες πολιτικές και εργαλεία για την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, τα οποία είναι πιο αποτελεσματικά και αναλογικά από το Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι τα παραδοσιακά εργαλεία του Δικαίου του Ανταγωνισμού δεν αποτελούν εμπόδιο για την πράσινη μετάβαση. Σημειώνει σχετικά ότι μέσω της διατήρησης ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών, το Δίκαιο του Ανταγωνισμού προάγει την βιώσιμη ανάπτυξη και την πράσινη μετάβαση, ειδικότερα στις περιπτώσεις που η βιωσιμότητα θεωρείται σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω σχολή σκέψης επισημαίνει ότι δεν εμπίπτουν όλες οι συμπράξεις επιχειρήσεων στον απαγορευτικό κανόνα, αλλά μόνον αυτές που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Διευκρινίζει επίσης ότι ακόμη και συμπράξεις οι οποίες περιλαμβάνουν αντιανταγωνιστικούς όρους ενδεχομένως να εκπίπτουν του απαγορευτικού κανόνα λόγω επίκλησης του δόγματος των επικουρικών περιορισμών (ancillary restraints doctrine). Σύμφωνα με το εν λόγω δόγμα, οι περιοριστικοί όροι του ανταγωνισμού που περιλαμβάνονται σε μια σύμπραξη, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ όταν είναι άμεσα σχετικοί και αντικειμενικά απαραίτητοι για την εξυπηρέτηση ενός γνήσιου σκοπού που επιδιώκεται με τη σύμπραξη, όπως είναι για παράδειγμα η ενίσχυση της βιωσιμότητας (βλ. Υπόθεση Wouters και Υπόθεση Albany).
Επιπρόσθετα, η συγκεκριμένη σχολή σκέψης προβάλλει ότι υπάρχουν ποικίλες μορφές συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες απαλλάσσονται από το πεδίο εφαρμογής του απαγορευτικού κανόνα βάσει Κανονισμών Απαλλαγής (π.χ.Κανονισμός Απαλλαγής σε ορισμένες κατηγορίες Συμφωνιών Έρευνας και Ανάπτυξης, Κανονισμός Απαλλαγής σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας και Κανονισμός Απαλλαγής σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών εξειδίκευσης).
Σε περίπτωση που μια σύμπραξη εμπίπτει στον απαγορευτικό κανόνα και δεν τυγχάνει του ευεργετήματος απαλλαγής βάσει ενός υφιστάμενου κανονισμού απαλλαγής, υπάρχει η δυνατότητα εξαίρεσης της, νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Άρθρο 101(3) ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την ίδια σχολή σκέψης, οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο εφαρμογής του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ. Υποστηρίζεται σχετικά ότι η προστασία του περιβάλλοντος ενσωματώνεται στις πολιτικές και τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της Πολιτικής του Ανταγωνισμού, σύμφωνα με το Άρθρο 13 ΣΕΕ και το Άρθρο 11 ΣΛΕΕ. Επομένως, τα οφέλη που προκύπτουν σε όρους βιώσιμης ανάπτυξης από συμπράξεις επιχειρήσεων, θα μπορούσαν να συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο της αξιολόγησης ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ.
Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω, η συγκεκριμένη σχολή σκέψης επισημαίνει ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο προστασίας του ανταγωνισμού είναι ικανοποιητικό και ότι τυχόν χαλάρωσή του θα έχει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, ενθαρρύνοντας αντιανταγωνιστικές συμπράξεις με το πρόσχημα της προαγωγής της βιωσιμότητας (greenwashing).
Από την άλλη, υπάρχει μια σχολή σκέψης η οποία θεωρεί ότι η αυστηρή ερμηνεία των προϋποθέσεων του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει τη συνεκτίμηση ωφελειών που ενδεχομένως να προκύψουν ευρύτερα για την κοινωνία ως αποτέλεσμα μιας σύμπραξης. Σημειώνεται σχετικά ότι εκ της φύσεως τους οι συμπράξεις που προάγουν περιβαλλοντικούς στόχους και συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση, δημιουργούν οφέλη που δεν περιορίζονται μόνον στους καταναλωτές του σχετικού προϊόντος ή υπηρεσίας, αλλά διαχέονται ευρύτερα στην κοινωνία. Κατά συνέπεια, υποστηρίζεται ότι για να μπορούν να ληφθούν υπόψη τα εν λόγω οφέλη κατά την αξιολόγηση ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ, θα πρέπει να τροποποιηθεί το εν λόγω άρθρο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται εισήγηση για αντικατάσταση του κριτηρίου της ευημερίας των καταναλωτών με το κριτήριο της κοινωνικής ευημερίας, ή και επέκταση της ερμηνείας του κριτηρίου σύμφωνα με το οποίο ο καταναλωτής λαμβάνει «δίκαιο μέρος από το όφελος» που προκύπτει από τη σύμπραξη, ώστε να καλύπτονται τόσο τα άμεσα όσο και τα έμμεσα οφέλη που μπορεί να προκύψουν μελλοντικά μέσα από την υιοθέτηση φιλικότερων προς το περιβάλλον τεχνολογιών ή/και τη χρήση πρώτων υλών με χαμηλότερο περιβαλλοντικό κόστος.
Σε σχέση με την ερμηνεία των προϋποθέσεων εξαίρεσης μιας σύμπραξης από τον απαγορευτικό κανόνα βάσει του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ, είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι η Εθνική Αρχή Ανταγωνισμού της Ολλανδίας δημοσίευσε πρόσφατα επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι κοινές πρωτοβουλίες επιχειρήσεων στο πλαίσιο συμπράξεων για την επίτευξη στόχων βιωσιμότητας ώστε να μην παραβιάζεται το Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα στα κριτήρια περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
α) συμβολή σε στόχους βιωσιμότητας χωρίς επιβολή υποχρεώσεων εφαρμογής σε επιχειρήσεις, β) αναφορά σε κώδικες για περιβαλλοντικά ή κλιματικά συνειδητοποιημένη συμπεριφορά της αγοράς, γ) στόχευση στη βελτίωση της βιωσιμότητας προϊόντων που πρόκειται να παραχθούν ή να πωληθούν ανεπηρέαστα, δ) δημιουργία νέων βιώσιμων προϊόντων ή αγορών και ε) διασφάλιση της συμμόρφωσης των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων και των άμεσα εξαρτώμενων από αυτές, με τα νομοθετικά μέτρα που ισχύουν στις χώρες δραστηριοποίησής τους.
Πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός νέου πλαισίου αξιολόγησης συμπράξεων που συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση, ανέλαβε πρόσφατα και η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία είχε διοργανώσει σχετική ημερίδα τον περασμένο Σεπτέμβριο και διεξάγει δημόσια διαβούλευση αναφορικά με την πρότασή της για δημιουργία sandbox για την προαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης και του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά.
Μονομερής Συμπεριφορά
Σύμφωνα με το Άρθρο 102 ΣΛΕΕ, απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει μια (ή περισσότερες επιχειρήσεις από κοινού) στην αγορά. Με απλά λόγια, μια δεσπόζουσα επιχείρηση, δεν μπορεί να καταχραστεί τη θέση της στην αγορά εκμεταλλευόμενη τους καταναλωτές ή αποκλείοντας τους ανταγωνιστές της.
Επισημαίνεται ότι η νομολογία των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζει ότι μια επιχείρηση μπορεί να προβάλει, στο πλαίσιο άμυνάς της, τις βελτιώσεις αποτελεσματικότητας (efficiency gains) που προκύπτουν από τη συμπεριφορά της ή και λόγους αντικειμενικής αιτιολόγησης (objective justification) των πρακτικών που εφαρμόζει.
Επομένως, τα οφέλη από την πράσινη μετάβαση, ως αποτέλεσμα μονομερούς συμπεριφοράς επιχειρήσεων, είναι δυνατόν να αναλυθούν ή/και συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο εφαρμογής του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
Αναφέρεται ενδεικτικά ότι μια δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί να αιτιολογήσει το ύψος των τιμών της, προκειμένου να καλυφθεί το υψηλό κόστος επένδυσης που συνδέεται με την επίτευξη στόχων βιωσιμότητας. Περαιτέρω, μια δεσπόζουσα επιχείρηση, μπορεί να αρνηθεί να συνεργαστεί με μια άλλη επιχείρηση μη παρέχοντάς της πρόσβαση σε μια αναγκαία εισροή για τη δραστηριοποίησή της, λόγω του ότι δεν ικανοποιούνται από μέρους της τελευταίας συγκεκριμένα κριτήρια περιβαλλοντικής ασφάλειας ή πρότυπα βιωσιμότητας.
Έλεγχος Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων
Σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 139/2004, εφόσον ικανοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια που σχετίζονται με τον κύκλο εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε μία συγκέντρωση (π.χ. συγχώνευση, εξαγορά, δημιουργία κοινής επιχείρησης), η συγκέντρωση πρέπει να κοινοποιηθεί ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκειμένου να αξιολογηθεί η συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά. Η σχετική αξιολόγηση γίνεται με βάση το κριτήριο της σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά. Στο πλαίσιο εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου, εκτιμώνται οι αρνητικές επιδράσεις της συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό (π.χ. αύξηση τιμών, περιορισμένα κίνητρα ανάπτυξης καινοτομιών) καθώς και η ύπαρξη ενδεχόμενων βελτιώσεων αποτελεσματικότητας (π.χ. συμβολή στην εξέλιξη της τεχνικής ή οικονομικής προόδου). Στην περίπτωση που οι βελτιώσεις αποτελεσματικότητας υπερβαίνουν τις αρνητικές επιδράσεις στον ανταγωνισμό, η συγκέντρωση θεωρείται συμβατή με την εσωτερική αγορά.
Όσον αφορά την επίδραση στον ανταγωνισμό, είναι δυνατόν μια συγκέντρωση να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα, προκαλώντας ανταγωνιστικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, στη υπόθεση Aurubis / Metalloη Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξε μια θεωρία αντιανταγωνιστικής ζημίας η οποία βασιζόταν στην εκτίμηση ότι μετά τη συγκέντρωση θα υπήρχε χαμηλότερη τιμή αγοράς για τα απορρίμματα αλουμινίου λόγω συγχώνευσης δύο αγοραστών απορριμμάτων αλουμινίου. Ως αποτέλεσμα, θα υπήρχαν ανεπαρκή κίνητρα συλλογής και κατ’ επέκταση χρήσης ανακυκλωμένου αλουμινίου μετά την συγκέντρωση. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τις υποθέσεις Dow / DuPont και Bayer / Monsato στις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέτασε τις επιδράσεις που θα είχαν οι εν λόγω συγκεντρώσεις στα κίνητρα των επιχειρήσεων να αναπτύξουν καινοτόμα προϊόντα που θα ήταν πιο φιλικά στο περιβάλλον σε σχέση με τη βιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων.
Σε σχέση με τις βελτιώσεις αποτελεσματικότητας που προκύπτουν από μια συγκέντρωση και οι οποίες συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση και την ενίσχυση της βιωσιμότητας, το κρίσιμο ερώτημα είναι το κατά πόσον αυτές μπορεί να συμπεριληφθούν στην έννοια της «συμβολής στην εξέλιξη της τεχνικής ή οικονομικής προόδου». Σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι καλύπτονται από τη συγκεκριμένη έννοια, τότε οι επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε μια συγκέντρωση, θα έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν άμυνα που βασίζεται στην ενίσχυση της πράσινης αποτελεσματικότητας (green efficiency defence). Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, η συνεκτίμηση των ωφελειών που προκύπτουν σε σχέση με τη βιωσιμότητα και την πράσινη μετάβαση, προϋποθέτει την ποσοτικοποίηση και επαλήθευση της θετικής επίδρασης της συγκέντρωσης στην εξέλιξη της τεχνικής ή οικονομικής προόδου.
Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός 139/2004 δεν προβλέπει τη συνεκτίμηση του δημοσίου συμφέροντος κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας μιας συγκέντρωσης, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων (εν προκειμένω, την προαγωγή της δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της πολυφωνίας των ΜΜΕ και την προώθηση των κανόνων της χρηστής διοίκησης). Κατά συνέπεια, λόγοι δημοσίου συμφέροντος που σχετίζονται με την επίτευξη στόχων βιώσιμης ανάπτυξης ή και τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, με βάση το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, παρά μόνο εάν μετουσιώνονται σε γνήσιες και απτές βελτιώσεις αποτελεσματικότητας.
Καταληκτικά Σχόλια
Η προστασία του περιβάλλοντος και η προαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης τα τελευταία χρόνια. Σε σχέση με το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το Δίκαιο του Ανταγωνισμού στην επίτευξη στόχων βιωσιμότητας, διαπιστώνεται η ύπαρξη δύο βασικών σχολών σκέψης. Η πρώτη σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι υπάρχουν άλλα πιο αποτελεσματικά και αναλογικά εργαλεία για την επίτευξη πράσινης μετάβασης και ότι το Δίκαιο του Ανταγωνισμού μπορεί να συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση συμπληρωματικά, μέσω της διασφάλισης ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών που προάγουν τις καινοτομίες και την τεχνολογική πρόοδο. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δεν εμποδίζει την ανάληψη ιδιωτικών πρωτοβουλιών από επιχειρήσεις που είναι συνεπείς με τους στόχους βιωσιμότητας και ότι τυχόν χαλάρωση των σχετικών κανόνων θα οδηγήσει σε περιβαλλοντικά ξεπλύματα αντιανταγωνιστικών συμπράξεων. Από την άλλη, στο επίκεντρο των ανησυχιών της δεύτερης σχολής σκέψης βρίσκεται η ενδεχόμενη ύπαρξη αχρείαστων περιορισμών που επιβάλλονται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο καθώς και η μη επαρκής προβλεψιμότητα σε σχέση με την ερμηνεία και εφαρμογή συγκεκριμένων προνοιών του Δικαίου του Ανταγωνισμού, που λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάπτυξη οριζόντιων συνεργασιών μεταξύ επιχειρήσεων που προάγουν την πράσινη μετάβαση.
Σε σχέση με τους προβληματισμούς των δύο σχολών σκέψης θα πρέπει καταρχάς να διαπιστωθεί ότι οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν απαγορεύουν τη συνεκτίμηση περιβαλλοντικών στόχων κατά την εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Αντιθέτως, οι εν λόγω Συνθήκες καθορίζουν σαφώς ένα αριθμό στόχων που επιδιώκονται, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με συνέπεια σε όλες τις δράσεις και πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της Πολιτικής του Ανταγωνισμού.
Η πιο πάνω διαπίστωση αντανακλάται και σε υποθέσεις των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναφέρεται για παράδειγμα η υπόθεση CECED, όπου κατά την αξιολόγηση της εξαίρεσης μίας σύμπραξης μεταξύ Ευρωπαίων εισαγωγέων και κατασκευαστών οικιακών συσκευών από τον απαγορευτικό κανόνα του Άρθρου 101(1) ΣΛΕΕ βάσει του Άρθρου 101(3), λήφθηκαν υπόψη και τα «συλλογικά περιβαλλοντικά οφέλη» που δημιουργούνταν ως απόρροια της σύμπραξης.
Ενδεχομένως το πιο πάνω ζήτημα να μπορεί να αποκρυσταλλωθεί μέσα από κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή και την υιοθέτηση της πρακτικής καθοδήγησης των επιχειρήσεων κατά περίπτωση μέσω Επιστολών Προθέσεων (Comfort Letters), μία πρακτική που εφαρμόζεται σήμερα στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19. Κάτι τέτοιο εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, και κατ’ επέκταση στην ενθάρρυνση των επιχειρήσεων να αναπτύξουν συνεργασιακή συμπεριφορά που προάγει γνήσιους περιβαλλοντικούς στόχους.
Περαιτέρω, ο προβληματισμός που υπάρχει σε σχέση με το κατά πόσο μπορεί να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ τα οφέλη που διαχέονται ευρύτερα στην κοινωνία (πέραν των καταναλωτών των σχετικών προϊόντων) ή και σε μελλοντικές γενεές φαίνεται να είναι βάσιμος. Παρόλο που σε κάποιες αποφάσεις των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Compagnie générale maritime και Mastercard), κρίθηκε ότι υπό συγκεκριμένες περιστάσεις μπορεί να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ ευρύτερα οφέλη που προκύπτουν για την κοινωνία, εντούτοις το ζήτημα αυτό ενδεχομένως να πρέπει να αντιμετωπιστεί με τροποποίηση ορισμένων παραμέτρων του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ. Για παράδειγμα, μια εισήγηση είναι να αντικατασταθεί το όφελος του καταναλωτή με το κοινωνικό όφελος, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα ευρύτερα οφέλη που προκύπτουν από μία σύμπραξη κατά την αξιολόγηση της συμβατότητάς της με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Εναλλακτικά μπορεί να δοθεί πρόσθετη κατεύθυνση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «καταναλωτής» ή του «δίκαιου μέρους του οφέλους που προκύπτει για τον καταναλωτή», ώστε μία σύμπραξη που προάγει γνήσιους στόχους βιωσιμότητας, να μπορεί να κριθεί συμβατή με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού ακόμη και όταν οι άμεσοι αγοραστές των σχετικών προϊόντων δεν αποκομίζουν οποιοδήποτε όφελος. Η πρωτοβουλία της Ολλανδικής Αρχής Ανταγωνισμού φαίνεται να είναι προς την σωστή κατεύθυνση για να ξεκαθαρίσει το πιο πάνω θέμα, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι περιορίζεται ο κίνδυνος των περιβαλλοντικών ξεπλυμάτων.
Όσον αφορά τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο είναι ικανοποιητικό, καθότι συμπεριλαμβάνει την εκτίμηση βελτιώσεων αποτελεσματικότητας υπό την έννοια «συμβολή στην εξέλιξη της τεχνικής ή οικονομικής προόδου», επιτρέποντας την προβολή άμυνας από τις επιχειρήσεις, που βασίζεται στην ενίσχυση της πράσινης αποτελεσματικότητας. Για την ενίσχυση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου, θα μπορούσε ενδεχομένως να συμπεριληφθεί το δημόσιο συμφέρον στις περιπτώσεις που διατυπώνονται προς δικαιολόγηση των συγκεντρώσεων, δηλαδή στην προαγωγή της δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της πολυφωνίας των ΜΜΕ και την προώθηση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, ώστε να αξιολογούνται τα ευρύτερα οφέλη που προκύπτουν από τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων.
Η εργασία έχει εκπονηθεί στο πλαίσιο της πρακτικής άσκησης στην εταιρεία Trojan Economics υπό την καθοδήγηση του Δρ. Παναγιώτη Αγησιλάου.